Σεβασμός — of majesty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασμός — ο, ΝΑ [σεβάζομαι] το να σέβεται κανείς κάποιον, να τόν υπολήπτεται και να τόν τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός τής εκεχειρίας») 2. φρ … Dictionary of Greek
Σεβασμοῖς — Σεβασμός of majesty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμοῦ — Σεβασμός of majesty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμούς — Σεβασμός of majesty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῶν — Σεβασμός of majesty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῷ — Σεβασμός of majesty masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμόν — Σεβασμός of majesty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek